Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΡΟΙ ΑΤΟΜΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΠΕΜΠΟΥΝ ΣΕ ΣΣΕ

Κατά το άρθρο 7 παρ.2 του Ν.1876/1990, οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι επικρατέστεροι, εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζόμενους.

Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 361ΑΚ και 648ΑΚ, προκύπτει, ότι αν με την ατομική σύμβαση εργασίας, αρχική ή τροποποιητική γίνεται παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ΣΣΕ, οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό, υπερισχύουν των όρων μεταγενέστερης ΣΣΕ που έχουν δυσμενέστερο για αυτόν περιεχόμενο.

Για να καταστεί όμως όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας κανονιστικός όρος της ΣΣΕ, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΕ και όχι αορίστως, στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις εργοδότη και μισθωτών ΣΣΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη ΣΣΕ (διαδοχή τάξεων), έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα ισχύσει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ.

Όταν υπάρχει διαδοχή ΣΣΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.1876/1990, η νεότερη ΣΣΕ μπορεί  να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης, τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή ΣΣΕ δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών αλλά η αρχή της τάξεως (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων).

Σύμφωνα με το Π.Δ 156/1994 ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τον εργαζόμενο για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει και με έγγραφο το οποίο θα πρέπει να περιέχει όλα τα προβλεπόμενα στοιχεία(άρθρο 3).

Το εν λόγω  Π.Δ δεν έχει ως σκοπό να επιβάλλει στον εργοδότη οποιουσδήποτε νέους όρους και συνθήκες εργασίας ή οποιαδήποτε μεταβολή των υφισταμένων, αλλά καθιερώνει απλά υποχρέωση του εργοδότη να ενημερώσει τον εργαζόμενο για τους ισχύοντες όρους και συνθήκες εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται είτε από τον νόμο είτε από την ατομική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου. Η υποχρέωση ενημέρωσης αφορά δηλαδή την ήδη υπάρχουσα νομική κατάσταση της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και δεν δημιουργεί νέα κατάσταση ή νέα συμφωνία, αφού το εν λόγω Π.Δ δεν αποτελεί πηγή δικαίου, αλλά έχει απλά ενημερωτικό χαρακτήρα.

Κατά συνέπεια χωρίς την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης ΣΣΕ, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζόμενου,  κατά τις διατάξεις του Π.Δ156/94 για τις ισχύουσες κατά τον χρόνο ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης ΣΣΕ και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού (ΑΠ251/2012, ΑΠ1494/2010, ΑΠ860/2010, ΑΠ1100/2009, ΑΠ277/2009, ΑΠ1437/2006, ΑΠ711/2005).

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΑ ΝΟΜΙΜΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΕΚΟΜΜΕΝΟΥ ΩΡΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΕΝΝΟΙΑ ΩΡΑΡΙΟΥ Ωράριο εργασίας είναι το σύνολο των ωρών κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέχει την εργασία του στον εργοδότη του, ημερησίως, εβδομαδιαίως, τακτικώς, εκτάκτως, εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως. Είδη ωραρίου είναι το ημερήσιο, το εβδομαδιαίο, το τακτικό, το έκτακτο (υπερεργασία-υπερωρία), το νόμιμο, το συμβατικό, το συνεχές, το διακεκομμένο, το ημερήσιο και το νυκτερινό. ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ – ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές και σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα.  Εξαίρεση του παραπάνω κανόνα, σε ειδικές περιπτώσεις. π.χ. Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων κ.α (ΥΑ. 51266/1975, ΠΔ. 176/2006, Κανονισμός Ε.Ε. 561/2006) Επίσης, οι εργαζόμενοι στο χώρο της κουζίνας έχουν υποχρεωτικό συνεχές άνευ διακοπής ωράριο (ΥΑ. 20714/1025/1976), ως και οι μερικώς απασχολούμενοι (άρθ. 2 παρ.7 Ν. 3846/2010), με εξαίρεση τους Οδηγούς , Συνοδούς Σχολικών Λεωφορείων και τους Καθηγητές σχολείων. Η εφαρμογή διακεκομμένου ή μη ωραρίου εργασίας,

ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΑΠΟΛΥΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΑΚΥΡΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ

1.    ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ Σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων απαγορεύεται ρητά η απόλυση. Οι συνηθέστερες  περιπτώσεις παρουσιάζονται στις παρακάτω κατηγορίες: Α. Έγκυος ή μητέρα εργαζόμενη Σύμφωνα με το Ν. 1483/84, απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η απόλυση εργαζόμενης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος καθώς και για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την ημερομηνία τοκετού. (Άρ. 36 του Ν.3996/2011) Σαν σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Σπουδαίος λόγος μπορεί ενδεικτικά να θεωρηθεί η διάλυση ή πτώχευση επιχείρησης, η διάπραξη αξιόποινης πράξης, η δημιουργία καταστάσεων ή επεισοδίων που να καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας, η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, η πρόκληση βλάβης από πρόθεση και βαριά αμέλεια, η ίδρυση ανταγωνιστικής επιχείρησης κλπ.  H κρίση πάντως αν ένα περιστατικό αποτελεί σπ

ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Οι γενικότερες διατάξεις για το  δώρο Χριστουγέννων  αναφέρονται στην ΚΥΑ 19040/81. Εκτός όμως των γενικών διατάξεων για την παροχή του δώρου των Χριστουγέννων στους εργαζόμενους, υπάρχουν και άλλες ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες το δώρο υπολογίζεται ανάλογα με την ειδικότητα ή τη μορφή απασχόλησης και αμοιβής, των εργαζομένων. Ποιές είναι αυτές; 1. Στις περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι, απασχολούνται σε περισσότερους από ένα εργοδότες και αμείβονται με ωρομίσθιο, ή μισθό και ποσοστά, ή με ποσοστά, ή κατά μονάδα εργασίας ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, το δώρο Χριστουγέννων, υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο των μηναίων αποδοχών, ή του μέσου ημερομισθίου των αμοιβών, τις οποίες λαμβάνει ο εργαζόμενος στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου ή μέχρι τη λύση της εργασιακής σχέσης. Για την εξεύρεση του μέσου όρου διαιρούμε τις συνολικές αποδοχές του παραπάνω χρονικού διαστήματος, με τον συνολικό αριθμό των ημερών που εργάσθηκε κατά το διάστημα αυτό 2. Με τον ίδιο