Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΜΕ ΤΟ Ν.3846/2010


Κατά την παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3198/55  οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, εν περιπτώσει περιορισμού της οικονομικής των δραστηριότητος, δύνανται, αντί της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, να θέτουν εγγράφως εις διαθεσιμότητα τους μισθωτούς των, μη δυναμένην να υπερβή εν συνόλω τους τρεις μήνας ετησίως. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως.

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, για να θέσει ο εργοδότης σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς του, πρέπει να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις. 

  Η πρώτη είναι η έγγραφη δήλωση – ενημέρωση του εργοδότη προς τον εργαζόμενο ότι τον θέτει  σε  διαθεσιμότητα.και η  δεύτερη συνίσταται στον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης

Χωρίς την ύπαρξη της δεύτερης προϋπόθεσης, του περιορισμού δηλ. της οικονομικής δραστηριότητας δεν δικαιολογείται η  διαθεσιμότητα των εργαζομένων.Κανένας άλλος λόγος δηλαδή, δεν αποτελεί νόμιμη ουσιαστική προϋπόθεση εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 10 του Ν. 3198/55 (ΑΠ 499/90 - 801/90 - Εφ. Θεσ. 473/93 - Μ.Π.Α. 239/75 - Ειρ. Αθ. 536/94).

Με το άρθρο 4 του Ν.3846/2010 αντικαταστάθηκε το άρθρο 10 του Ν.3198/1955, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το ν.δ.206/1974, για τη διαθεσιμότητα των μισθωτών.

 Με βάση λοιπόν  τη παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν.3846/2010 ισχύουν τα εξής:

«Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις (3) μήνες ετησίως, μόνο εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006

Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η διαβούλευση γίνεται  σε ορισμένο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο.

Μετά το πέρας  του τριμήνου, προκειμένου να τεθούν  ξανά οι  ίδιοι εργαζόμενοι σε διαθεσιμότητα πρέπει να παρέλθουν τουλάχιστον  τρεις (3) μήνες. Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος  να γνωστοποιεί στις  Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιονδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας, μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του.

Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
1. Σύμφωνα με την νομολογία ως περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης θεωρείται ο μειωμένος κύκλος εργασιών, η αδυναμία διάθεσης των προϊόντων, η πρόσκαιρη διακοπή των εργασιών της επιχείρησης και γενικότερα ο περιορισμός των εργασιών της επιχείρησης.  Η τυχόν οικονομική ή ταμειακή δυσκολία του εργοδότη να πληρώσει για ορισμένο χρονικό διάστημα τους μισθωτούς του, οπότε, για να αποφύγει την πληρωμή τους, τους θέτει σε διαθεσιμότητα, χωρίς συγχρόνως να υπάρχει και μείωση του κύκλου των εργασιών του δεν αποτελεί περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας κατά τα παραπάνω.

2. Βάσει της νομολογίας εφόσον η διαθεσιμότητα δεν γίνει εγγράφως τότε δεν υπάρχει διαθεσιμότητα έστω και αν έχει γίνει αποδεκτή από τον μισθωτό και δεν προσφέρει τις υπηρεσίες του.  Το έγγραφο πρέπει να αναφέρει το χρόνο της διάρκειας της διαθεσιμότητας και ένα  αντίτυπο του εγγράφου παραδίδεται στον εργαζόμενο  Σε περίπτωση που η διαθεσιμότητα δεν είναι έγκυρη, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον μισθωτό ολόκληρο το ποσό των τακτικών αποδοχών που δικαιούται και να αποδεχτεί την άμεση επιστροφή του μισθωτού στην εργασία του.

3. Η χρονική διάρκεια της διαθεσιμότητας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρείς μήνες ανά ημερολογιακό έτος και οι  μήνες αυτοί μπορεί να είναι συνεχόμενοι ή με διακοπές. Αυτό σημαίνει πως ο μισθωτός μπορεί να βρεθεί πολλές φορές σε διαθεσιμότητα μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος αλλά το σύνολο των ημερών διαθεσιμότητας δεν επιτρέπεται να ξεπερνά τους τρείς μήνες. Κατά το δίαστημα αυτό  οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν να παρουσιάζονται στην επιχείρηση, ενώ δικαιούνται να εργάζονται αλλού χωρίς να επηρεάζεται η εργασιακή τους σχέση με τον μόνιμο εργοδότη τους.

4.    Ο εργοδότης μπορεί, οποτεδήποτε θελήσει να ανακαλέσει την διαθεσιμότητα των εργαζομένων. Στη  περίπτωση αυτή οι εργαζόμενοι οφείλουν να επανέλθουν κανονικά στην εργασία τους. 

5.   Το χρονικό διάστημα στο οποίο ο μισθωτός βρίσκεται σε διαθεσιμότητα θεωρείται σαν χρόνος πραγματικής εργασίας και επομένως συνυπολογίζεται κανονικά για όλα τα δικαιώματα του μισθωτού απέναντι στον εργοδότη του. Στην περίπτωση της ασθένειας ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει το ποσό κατά το οποίο υπολείπεται το επίδομα Ι.Κ.Α. ώστε να συμπληρωθεί το μισό του ημερήσιου μισθού που δικαιούται ο μισθωτός που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΑ ΝΟΜΙΜΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΑΚΕΚΟΜΜΕΝΟΥ ΩΡΑΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΑΛΕΙΜΑΤΟΣ ΣΕ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΕΝΝΟΙΑ ΩΡΑΡΙΟΥ Ωράριο εργασίας είναι το σύνολο των ωρών κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέχει την εργασία του στον εργοδότη του, ημερησίως, εβδομαδιαίως, τακτικώς, εκτάκτως, εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως. Είδη ωραρίου είναι το ημερήσιο, το εβδομαδιαίο, το τακτικό, το έκτακτο (υπερεργασία-υπερωρία), το νόμιμο, το συμβατικό, το συνεχές, το διακεκομμένο, το ημερήσιο και το νυκτερινό. ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ – ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές και σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα.  Εξαίρεση του παραπάνω κανόνα, σε ειδικές περιπτώσεις. π.χ. Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων κ.α (ΥΑ. 51266/1975, ΠΔ. 176/2006, Κανονισμός Ε.Ε. 561/2006) Επίσης, οι εργαζόμενοι στο χώρο της κουζίνας έχουν υποχρεωτικό συνεχές άνευ διακοπής ωράριο (ΥΑ. 20714/1025/1976), ως και οι μερικώς απασχολούμενοι (άρθ. 2 παρ.7 Ν. 3846/2010), με εξαίρεση τους Οδηγούς , Συνοδούς Σχολικών Λεωφορείων και τους Καθηγητές σχολείων. Η εφαρμογή διακεκομμένου ή μη ωραρίου εργασίας,

ΠΟΤΕ ΜΙΑ ΑΠΟΛΥΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΑΚΥΡΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ

1.    ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΑΠΟΛΥΣΗΣ Σε ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων απαγορεύεται ρητά η απόλυση. Οι συνηθέστερες  περιπτώσεις παρουσιάζονται στις παρακάτω κατηγορίες: Α. Έγκυος ή μητέρα εργαζόμενη Σύμφωνα με το Ν. 1483/84, απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η απόλυση εργαζόμενης, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος καθώς και για χρονικό διάστημα 18 μηνών από την ημερομηνία τοκετού. (Άρ. 36 του Ν.3996/2011) Σαν σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Σπουδαίος λόγος μπορεί ενδεικτικά να θεωρηθεί η διάλυση ή πτώχευση επιχείρησης, η διάπραξη αξιόποινης πράξης, η δημιουργία καταστάσεων ή επεισοδίων που να καθιστούν αδύνατη τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας, η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, η πρόκληση βλάβης από πρόθεση και βαριά αμέλεια, η ίδρυση ανταγωνιστικής επιχείρησης κλπ.  H κρίση πάντως αν ένα περιστατικό αποτελεί σπ

ΠΩΣ ΥΠΟΛΟΓΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Οι γενικότερες διατάξεις για το  δώρο Χριστουγέννων  αναφέρονται στην ΚΥΑ 19040/81. Εκτός όμως των γενικών διατάξεων για την παροχή του δώρου των Χριστουγέννων στους εργαζόμενους, υπάρχουν και άλλες ειδικές περιπτώσεις, στις οποίες το δώρο υπολογίζεται ανάλογα με την ειδικότητα ή τη μορφή απασχόλησης και αμοιβής, των εργαζομένων. Ποιές είναι αυτές; 1. Στις περιπτώσεις όπου οι εργαζόμενοι, απασχολούνται σε περισσότερους από ένα εργοδότες και αμείβονται με ωρομίσθιο, ή μισθό και ποσοστά, ή με ποσοστά, ή κατά μονάδα εργασίας ή με άλλο σύστημα κυμαινόμενων αποδοχών, το δώρο Χριστουγέννων, υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο των μηναίων αποδοχών, ή του μέσου ημερομισθίου των αμοιβών, τις οποίες λαμβάνει ο εργαζόμενος στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 31 Δεκεμβρίου ή μέχρι τη λύση της εργασιακής σχέσης. Για την εξεύρεση του μέσου όρου διαιρούμε τις συνολικές αποδοχές του παραπάνω χρονικού διαστήματος, με τον συνολικό αριθμό των ημερών που εργάσθηκε κατά το διάστημα αυτό 2. Με τον ίδιο