ΕΝΝΟΙΑ ΩΡΑΡΙΟΥ Ωράριο εργασίας είναι το σύνολο των ωρών κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέχει την εργασία του στον εργοδότη του, ημερησίως, εβδομαδιαίως, τακτικώς, εκτάκτως, εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως. Είδη ωραρίου είναι το ημερήσιο, το εβδομαδιαίο, το τακτικό, το έκτακτο (υπερεργασία-υπερωρία), το νόμιμο, το συμβατικό, το συνεχές, το διακεκομμένο, το ημερήσιο και το νυκτερινό. ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ – ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές και σ' αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα. Εξαίρεση του παραπάνω κανόνα, σε ειδικές περιπτώσεις. π.χ. Οδηγών Τουριστικών Λεωφορείων κ.α (ΥΑ. 51266/1975, ΠΔ. 176/2006, Κανονισμός Ε.Ε. 561/2006) Επίσης, οι εργαζόμενοι στο χώρο της κουζίνας έχουν υποχρεωτικό συνεχές άνευ διακοπής ωράριο (ΥΑ. 20714/1025/1976), ως και οι μερικώς απασχολούμενοι (άρθ. 2 παρ.7 Ν. 3846/2010), με εξαίρεση τους Οδηγούς , Συνοδούς Σχολικών Λεωφορείων και τους Καθηγητές σχολείων. Η εφαρμογή διακεκομμένου ή μη ωραρίου εργασίας,
ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΝΕΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου